εύλινος

Greek Monolingual

εὔλινος, -ον (Α)
(επίθ. της Ειλειθυίας) αυτός που κλώθει, που γνέθει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίνον «νήμα της ζωής που κλώθουν οι Μοίρες»].