Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εύπλους
Greek Monolingual
εὔπλους, -ουν και εὔπλοος, -οον (Α) 1. αυτός που είναικαλός να τον διαπλεύσει κάποιος («πλοῦς εὔπλους» — η εύπλοια, Ηριν.) 2. αυτός που εκτελεί καλόν πλου. επίρρ... εὔπλως (Μ) ευνοϊκά, καλοτάξιδα, με ευνοϊκό καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ.<ευ+πλους].