εὔσους, -ουν και εὔσοος, -ον (Α)ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σους (< -σοος < σώος), πρβλ. λαοσόος, πολισόος.