εὔυμνος, -ον (Α)1. αυτός που υμνείται πολύ, που επαινείται με πολλούς ύμνους2. επιγρ. αυτός που χρησιμοποιείται σε καλό, ωραίο ύμνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ύμνος].