εὔυμνος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔῠμνος Medium diacritics: εὔυμνος Low diacritics: εύυμνος Capitals: ΕΥΥΜΝΟΣ
Transliteration A: eúymnos Transliteration B: euumnos Transliteration C: eyymnos Beta Code: eu)/umnos

English (LSJ)

εὔυμνον,
A celebrated in many hymns, h.Ap.19, Call.Ap.31, etc.: Sup., Id.Fr. 36.
II used in beautiful hymns, ῥήματα Id.Epigr. in Berl.Sitzb. 1912.548. [The penultimate short in Epich.91.]

German (Pape)

[Seite 1105] hymnenreich, in Hymnen viel gepriesen, H. h. 1, 19. 207, wie Cailim. Del. 4; Apoll. 31, immer von Apollo; auch μέλος, ein schönes Lied, Christodor. ecphr. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
célébré dans de beaux hymnes, dans des hymnes nombreux.
Étymologie: εὖ, ὕμνος.

Russian (Dvoretsky)

εὔυμνος: прославляемый в гимнах (ὁ Φοῖβος Ἀπόλλων HH).

Greek (Liddell-Scott)

εὔυμνος: -ον, ἐν πολλοῖς ὕμνοις ὑμνούμενος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 19. 207, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 30, ἐν Ἀποσπ. 36 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) κτλ. Ἡ παραλήγουσα βραχεῖα ἐν Ἐπιχ. 69 Ahr..

Greek Monolingual

εὔυμνος, -ον (Α)
1. αυτός που υμνείται πολύ, που επαινείται με πολλούς ύμνους
2. επιγρ. αυτός που χρησιμοποιείται σε καλό, ωραίο ύμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ύμνος].

Greek Monotonic

εὔυμνος: -ον, αυτός που γιορτάζεται με πολλούς ύμνους, πολυύμνητος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

εὔ-υμνος, ον
celebrated in hymns, Hhymn.