εἰαροπῶτις
English (LSJ)
v.l. for ἠεροφοῖτις in Il.19.87; cf. ἔαρ (B).
Spanish (DGE)
(εἰᾰροπῶτις) -ιδος
bebedora de sangre Ἐρινύς Sch.Er.Il.19.87b, cf. ἰροπῶτις (prob. por ἠροπῶτις, cf. 2 ἔαρ) A.Fr.459.
v.l. for ἠεροφοῖτις in Il.19.87; cf. ἔαρ (B).
(εἰᾰροπῶτις) -ιδος
bebedora de sangre Ἐρινύς Sch.Er.Il.19.87b, cf. ἰροπῶτις (prob. por ἠροπῶτις, cf. 2 ἔαρ) A.Fr.459.