εἰδημονικῶς

German (Pape)

[Seite 723] kundig, VLL., auch εἰδημόνως

Spanish

con conocimiento, sagazmente

Greek (Liddell-Scott)

εἰδημονικῶς: ἐπίρρ. μετὰ γνώσεως, «ἐμπείρως», Σουΐδ.