εἰδοποιΐα

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, Darstellung, Abbildung; Strab. 1, 1, 18; Longin. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 art du dessin;
2 nature spécifique d'une chose.
Étymologie: εἰδοποιός.

Greek Monotonic

εἰδοποιΐα: ἡ, η ιδιαίτερη φύση ενός πράγματος, σε Στράβ.