εἰνακόσιοι

English (LSJ)

αι, α, v. ἐνακόσιοι.

German (Pape)

[Seite 733] ion. u. p. = ἐννακόσιοι, Her. 2, 13. 145, l. d.

Greek Monolingual

βλ. ενακόσιοι.

Russian (Dvoretsky)

εἰνακόσιοι: Her. v.l. = ἐνακόσιοι.