εἰσέδραμον

French (Bailly abrégé)

v. εἰστρέχω.

Greek Monotonic

εἰσέδρᾰμον: αόρ. βʹ του εἰστρέχω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέδραμον: aor. 2 к εἰστρέχω.