εἰσέδυν

French (Bailly abrégé)

v. εἰσδύνω.

Greek Monotonic

εἰσέδῡν: αόρ. βʹ του εἰσδύνω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέδυν: aor. 2 к εἰσδύνω.