εἰσδύνω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσδύνω Medium diacritics: εἰσδύνω Low diacritics: εισδύνω Capitals: ΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: eisdýnō Transliteration B: eisdynō Transliteration C: eisdyno Beta Code: ei)sdu/nw

English (LSJ)

and Med. εἰσδύομαι (v. δύω): fut. εἰσδύσομαι, with aor. 2 -έδῡν: pf. -δέδῡκα:—
A get or crawl into, ἐς τὸν θησαυρόν Hdt.2.121. β'; ψυχὴ ἐς ἄλλο ζῷον ἐσδύεται ib.123; εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες the thongs entered into their feet, X.An.4.5.14; εἰς τὴν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς having wormed his way into the League, D.11.4.
2 c. acc., go into, enter, ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι Il.23.622; ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Hdt.1.193; ἄκακον..τρόπον εἰσδύς having put on.., Anaxil.33.3.
3 followed by relat., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ saw not into what part of the earth she entered, E.IA1583.
II of feelings, δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι great fear came upon them, Hdt. 6.138; εἰσέδυ με..οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν S.OT1317; [ἡ ἀλήθεια] εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Plb.13.5.5; λύπη εἰσδύνουσα Andronic. Rhod. P.571M.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.2.123
• Morfología: sólo tema de pres.; v. εἰσδύω
1 concr. entrar, meterse c. εἰς y ac. ἐς ἀνθρώπου σῶμα ... ἐσδύνειν ref. a la transmigración del alma, Hdt.l.c., c. ac. ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Hdt.l.c., c. dat. loc. (κώνωψ) <τῇ> τῆς ἀκοῆς ὁδῷ Aesop.292, c. διά y gen. (ἔλαιον) εἰσδύνει διὰ τῶν πόρων Arist.Pr.959b13, cf. HA 534b4.
2 fig., c. suj. de abstr. entrar, invadir σφι βουλευομένοισι δεινόν τι ἐσέδυνε mientras deliberaban (les) invadía un terrible temor Hdt.6.138, λύπη εἰσδύνουσα como expl. de ὀδύνη Chrysipp.Stoic.3.100, cf. Andronic.Rhod.571.

German (Pape)

[Seite 742] = εἰσδύομαι, s. εἰσδύω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 εἰσέδυν, pf. εἰσδέδυκα;
se glisser dans, pénétrer dans ; fig. τινά ou τινί se glisser dans l'esprit de qqn en parl. d'une pensée, d'un souvenir.
Étymologie: εἰς, δύνω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσδύνω: ион. и староатт. ἐσδύνω (ῡ) проникать (ἐς τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλῆος Her.; εἰς τὴν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς Dem.; διὰ τῶν πόρων Arst.): οἷον εἰσέδυ μ᾽ οἴστρημα! Soph. какая боль пронзила меня!; δεινόν τι εἰσέδυνε σφίσι Her. какой-то страх объял их; τεύχεα εἰ. Hom. - in tmesi надевать доспехи.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσδύνω: καὶ ὡς ἀποθ. εἰσδύομαι (ἴδε δύω): μέλλ. -δύσομαι· μετ’ ἀορ. β΄ -έδῡν, πρκμ. -δέδῡκα, εἰσέρχομαι, εἰσβαίνω, ἐμβαίνω, χώννομαι εἰς …, τὼ δ’ ἐς τεύχεα δύντε (ἐν τμήσει = ἐσδύντε), ἐνεδύσαντο, Ὀδ. Χ. 201· ἐς τὸν θησαυρὸν Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐς ἄλλο ζῴον ἐσδύεται ὁ αὐτ. 2. 123· εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες, τὰ λωρία εἰσεχώρουν εἰς τοὺς πόδας των, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· εἰς τήν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς, κατορθώσας νὰ εἰσέλθῃ, εἰς τὸ Ἀμφικτ. συνέδριον, Δημ. 153. 14. 2) μετ’ αἰτ., κατέρχομαι εἰς, Λατ. subire, οὐδέ τ’ ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 622· εἰσέρχομαι εἰς, ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Ἡρόδ. 1. 193· οἱ κόλακές εἰσι τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες· εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος Ἀναξίλ ἐν Ἀδήλ. 1. 3) ἑπομένου ἀναφορ., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ, δὲν εἶδεν εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς εἰσῆλθε, Εὐρ. Ι. Α. 1583. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, δεινόν τι ἐσέδυνε σφίσι, μέγας φόβος κατελάμβανεν αὐτοῦς, Λατ. subiti animum, Ἡρόδ. 6. 138· εἰσέδυ με … οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1317· οὕτως, ἡ ἀλήθεια εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Πολύβ. 12. 5, 5.

Greek Monolingual

βλ. εισδύω.

Greek Monotonic

εἰσδύνω: [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-δύομαι (βλ. δύω)· μέλ. -δύσομαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ -έδῡν, παρακ. -δέδῡκα·
1. μπαίνω ή εισέρχομαι, μαζί με εἰς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ., κατέρχομαι, Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι, φόβος μεγάλος τους κυρίευσε, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Dep. εἰσ-δύομαι [v. δύω] fut. -δύσομαι with aor2 act. -έδῡν perf. -δέδῡκα
1. to get or go into, with εἰς, Od., Hdt., etc.
2. c. acc. to enter, Lat. subire, Il., Hdt.:—of feelings, εἰσέδυ με μνήμη κακῶν Soph.; also c. dat., δεινόν τι ἐσέδυνε σφίσι great fear came upon them, Hdt.