εἰσαεί

English (LSJ)

for εἰς ἀεί, for ever, A.Pr.732, S.Aj.570; ἐσαιεί A.Eu. 836.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσαεί SEG 30.82.5 (Atenas III d.C.); εἰσαιέν A.R.2.716; εἰσαιεί LW 108 (Teos, imper.)
adv. para siempre, por siempre jamás ἔσται δὲ θνητοῖς εἰ. λόγος μέγας τῆς σῆς πορείας A.Pr.732, ὥς σφιν γένηται γηροβοσκὸς εἰ. S.Ai.570, cf. A.R.l.c., E.Ep.5.65, Attic.4.40, Plot.4.8.6, Corp.Herm.23.29.5, LW l.c., ἀποθάνω γ', ὃ μὴ γένοιτ', ἀλλ' εἰ. ζώιην Men.Sam.728, ἵνα ... ὑπάρχῃ δε καὶ τὰ ἐψ[ηφίσ] μένα διάμονα καὶ βέβαια εἰ. SEG 4.598.50 (Teos I a.C.), cf. IEphesos 26.12 (II d.C.)
adnom. c. valor adj. eterno, imperecedero ἡ εἰ. μνήμη SEG l.c.

French (Bailly abrégé)

adv.
= εἰς ἀεί.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαεί: ἀντὶ εἰς ἀεί, εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον, εἰς αἰῶνα, Αἰσχύλ. Πρ. 732, Σοφ. Αἴ. 570 μετὰ ᾰ· ἐσᾱεὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 836.

Greek Monolingual

και εσαεί (AM εἰσαεὶ και εἰς ἀεί)
επίρρ. πάντοτε, αιώνια.

Greek Monotonic

εἰσαεί: αντί εἰς ἀεί, για πάντα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

for εἰς ἀεί for ever, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

for ever