ἐσαεί
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (Woodhouse)
French (Bailly abrégé)
adv.
= ἐς ἀεί.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσαεί: διὰ παντός, ἴδε ἀεί.
Greek Monotonic
ἐσαεί: διὰ παντός, για πάντα, βλ. ἀεί.
Middle Liddell
Translations
eternally
Catalan: eternament; Chukchi: таӈӄонпыӈ; Finnish: ikuisesti; French: éternellement; Galician: eternamente; German: ewig; Greek: αιώνια, αιωνίως, εσαεί, για πάντα, παντοτινά; Ancient Greek: ἀγενήτως, ἀεί, ἀενάως, ἀθανάτως, αἰανῶς, ἀϊδίως, αἰέν, αἰωνίως, ἀκαταλύτως, ἀκαταπαύστως, ἀπαύστως, ἀτελευτήτως, ἀφθάρτως, ἀφθίτως, δι' αἰῶνος, διαιωνίως, εἰς ἀΐδιον, εἰς πάντα χρόνον, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, εἰσαεί, ἐσαεί, τὸν δι' αἰῶνος χρόνον; Hindi: सदैव; Icelandic: eilíflega; Italian: eternamente; Japanese: 永遠に, 永久に; Latin: aeterno; Navajo: hoolʼáágóó; Norman: êtèrnellement; Plautdietsch: eewichlich; Polish: wiecznie; Portuguese: eternamente; Russian: вечно; Sanskrit: सर्वकालम्; Spanish: eternamente; Turkish: ebediyen, ilelebet, sonsuza dek; Ukrainian: ві́чно