εἰσαείρομαι

English (LSJ)

Med., take to oneself, Διωνύσου δῶρ' ἐσαειράμενος Thgn. 976 codd.

German (Pape)

[Seite 740] zu sich nehmen, Theogn. 976.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαείρομαι: μέσ., εἰσδέχομαι, Θέογν. 976.

Greek Monolingual

εἰσαείρομαι (Α)
εισδέχομαι.

Greek Monotonic

εἰσαείρομαι: Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.

Middle Liddell

Mid. to take to oneself. Theogn.