εἰσεῖδον

English (LSJ)

Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην, v. εἰσοράω.

Spanish (DGE)

v. εἰσοράω.

German (Pape)

[Seite 742] s. εἰσοράω.

French (Bailly abrégé)

v. εἰσοράω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.

English (Autenrieth)

see εἰσοράω.

Greek Monolingual

εἰσεῖδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.

Greek Monotonic

εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.