εἰσιτητέος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εἴσειμι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
accesible, al que se puede entrar ὅπως μὴ ... (τὰ ἀρχεῖα) εἰσιτητέα εἴη Agath.19.4.
Middle Liddell
εἰσῐτητέος, ον verb. adj. of εἴσειμι,]
one must go in, Luc.
α, ον :
adj. verb. de εἴσειμι.
-α, -ον
accesible, al que se puede entrar ὅπως μὴ ... (τὰ ἀρχεῖα) εἰσιτητέα εἴη Agath.19.4.
εἰσῐτητέος, ον verb. adj. of εἴσειμι,]
one must go in, Luc.