εἰσφράσσω

English (LSJ)

aor. 2 Pass., εἰσφρᾰγέντων τῶν τρυπημάτων v.l. in Nicom.Harm.10.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
bloquear ἐκκόπτοντες καὶ εἰσφράττοντες τὰς ἐς τὸ στρατόπεδον εἰσόδους αὐτοῦ Hdn.7.12.4.