ἡ, = εἴσπλοος, EM89.36.
-ας, ἡ entrada de barcos en los puertos EMα 1176.
εἴσπλοια: ἡ, θαλασσία εἴσοδος εἰς λιμένα, Ἐτυμ. Μ. 89, 35.