εἵνυμι

English (LSJ)

or εἱνύω, v. καταέννυμι. εἴξασι, v. ἔοικα: εἴξασκε, v. εἴκω.

German (Pape)

[Seite 733] εἱνύω, s. ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἵνυμι: ἢ -ύω, ἴδε καταέννυμι.