καταέννυμι
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
or καταεινύω, Ep. Verb, not found in the form καθέννυμι because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:—clothe, cover, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (aor., v.l. κατείνυον) Il.23.135; νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… κατείνυον Opp.H.2.673:—Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.13.351, 19.431, h.Merc.228, h.Ven.285; ἕδος κ. ὕλῃ h.Ap.225.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ἕννυμι), p. = καθέννυμι, bekleiden, bedecken; ὄρος καταειμένον ὕλῃ, mit Wald bekleideter, waldbewachsener Berg, Od. 13, 351. 19, 431; θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυον (Bekker mit Aristarch καταείνυσαν), sie bedeckten den Todten, Il. 23, 135; Hesych. erkl. κατεκάλυπτον; die Form κατείνυον Opp. Hal. 2, 673 zu vergleichen; a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 488 Ap. Rh. 1, 938.
French (Bailly abrégé)
vêtir ; recouvrir : θριξὶ νέκυν IL un mort de chevelures (dont on lui fait hommage) ; ὄρος καταειμένον ὕλῃ OD montagne couverte de bois.
Étymologie: κατά, ἕννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-έννυμι en κατα-εινύω, ep. voor καθέννυμι, alleen in imperf. en perf. pass., bedekken:. ὄρος καταειμένον ὕλῃ een berg bedekt met bos Od. 13.351.
Russian (Dvoretsky)
καταέννῡμι: (эп. 3 л. pl. impf. καταείνυον - v.l., aor. 1 καταείνῠσαν, эп. part. pf. pass. καταειμένος) одевать, покрывать (θριξὶ πάντα νέκυν, ὄρος καταειμένον ὕλῃ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
καταέννῡμι: ἢ -εινύω (ἀρχ. Ἐπικ. ῥῆμα μὴ ἀπαντῶν ἐν τῷ τύπῳ καθέννυμι ἕνεκα τοῦ δίγαμμα, πρβλ. ἐπιέννυμι), εὔχρηστον μόνον κατὰ παρατ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παθ. (ἴδε κατωτ). Ἐνδύω, καλύπτω, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (ἀόρ., διάφ. γρ. καταείνυον) Ἰλ. Ψ. 135 (περὶ τοῦ ἐθίμου ἴδε κείρω Ι)· νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… καταείνυον Ὀππ. Ἁλ. 2. 673.―Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Ὀδ. Ν. 351, Τ. 431, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 228, εἰς Ἀφρ. 286.
Greek Monolingual
καταέννυμι και καταεινύω (Α)
καλύπτω, σκεπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔννυμι «ενδύω»].
Greek Monotonic
καταέννῡμι: ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.· ντύνω, καλύπτω, σκεπάζω, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. pass.]
to clothe, cover, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν Il.:— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.