ικος, ἡ, poet. for ἕλιξ; cf. εἴλιξ (fort. εἶλιγξ)· σκότωσις (prob. for εἰλισκότ- cod.), στρόφος, Hsch.
v. ἕλιξ, -ικος, ἡ.
εἷλιξ: -ικος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἕλιξ.
εἷλιξ: -ικος, ἡ, Ιων. και ποιητ. του ἕλιξ.
εἷλιξ, ικος, [ionic and poet. for ἕλιξ.]