εὐάμπελος

English (LSJ)

εὐάμπελον, with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epithet of Dionysus, AP9.524.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.

German (Pape)

mit schönen Weinstöcken, Strab. III p. 152 und öfter. Beiwort des Dionysos (IX.524.6).

Russian (Dvoretsky)

εὐάμπελος: увитый прекрасными виноградными гроздьями (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].

Greek Monotonic

εὐάμπελος: -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άμπελος, ον
with fine vines, Anth.

English (Woodhouse)

rich in vines