εὐέκφορος

English (LSJ)

εὐέκφορον,
A bringing forth timely births, γυναῖκες Arist.HA584b7.
II easy to pronounce, Phld.Po.1676.8:—hence εὐεκφορία, ἡ, ibid.

German (Pape)

[Seite 1064] (die Leibesfrucht) leicht austragend, Arist. H. A. 7, 4.

Russian (Dvoretsky)

εὐέκφορος: adj. f легко рожающая (γυναῖκες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκφορος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.

Greek Monolingual

εὐέκφορος, -ον (Α)
1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό
2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ-φορος (< εκ-φέρω)].