απαγγελία

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η (Α ἀπαγγελία)
έντεχνη, με ρυθμό και ύφος, εκφώνηση ή ανάγνωση ποιήματος
νεοελλ.
ανάγνωση, εκφώνηση (κυρίως σε δικαστήριο)
αρχ.
1. αναφορά, έκθεση πρεσβευτή
2. έκθεση σκέψεων, εννοιών
3. αφήγηση, διήγηση, εξιστόρηση, περιγραφή
4. το ύφος του λόγου, το «λεκτικόν» ενός ποιητή.