εὐβρεχής

English (LSJ)

v. εὐβραχής (well steeped, well soaked).

German (Pape)

[Seite 1058] ές, wohl benetzt, eingeweicht, Nic. Al. 298, v.l. εὐβραχής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐβρεχής: -ές, καλῶς βεβρεγμένος, Νικ. Ἀλ. 298· διάφ. γραφ. εὐβραχής.

Greek Monolingual

εὐβρεχής, -ές (Α)
ο βρεγμένος καλά.