εὐγόμφωτος

English (LSJ)

ον, = εὔγομφος.

German (Pape)

[Seite 1060] dasselbe, ναῦς, Opp. H. 1, 58.

Greek Monolingual

εὐγόμφωτος, -ον (Α)
εύγομφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω»)].