Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γομφώ

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

γομφῶ (-όω) (AM) γόμφος
στερεώνω με καρφιά
αρχ.
1. κατασκευάζω τον σκελετό του πλοίου
2. (για το γάλα) πήζω.