εὐδαιμονικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
heureusement.
Étymologie: εὐδαιμονικός.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονικῶς: счастливо, удачливо, успешно (πράττειν Arph.; διάγειν Xen.).