εὐδαιμονικός
English (LSJ)
εὐδαιμονική, εὐδαιμονικόν,
A tending to happiness or conducive to happiness, Arist.EN1176b16, Rh.1367b13; τὰ εὐδαιμονικά = the constituents of happiness, X.Mem.4.2.34; τελετὴ καλή τε καὶ εὐδαιμονική Pl.Phdr. 253c.
2 of persons, likely to be happy, Ar.Ec.1134, Arist.EN1099b3; οἱ εὐδαιμονικοί = philosophers who make happiness the chief good, D.L.1.17; especially of Anaxarchus, Clearch.14; so εὐδαιμονικὴ αἵρεσις Gal.Phil.Hist.4. Adv. εὐδαιμονικῶς, πράττειν, διάγειν, Ar.Pax856 (lyr.), X.HG3.2.9.
German (Pape)
[Seite 1060] ή, όν, zur Glückseligkeit gehörig, den Glücklichen betreffend, τὰ εὐδ., das worin die Glückseligkeit besteht, Xen. Mem. 4, 2, 34; ἄνθρωπος, Ar. Eccl. 1134 u. A.; – glücklich machend, beseligend, τελετή, Plat. Phaedr. 253 c; καὶ καλὸν τὸ προσεπικτᾶσθαι τιμήν Arist. rhet. 1, 19; χρῆσις D. L. 7, 104; καὶ μακάριον ἔργον Plut.; – οἱ εὐδαιμονικοί, Philosophen, die die Glückseligkeit als das Ziel der Philosophie betrachten, D. L. 1, 17; Ath. XII, 548 b. – Adv. εὐδαιμονικῶς, z. B. πράττειν, Ar. Pax 856; διάγειν, Xen. Hell. 3, 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le bonheur ; τὰ εὐδαιμονικά XÉN ce qui fait le bonheur;
2 qui rend heureux;
Cp. εὐδαιμονικώτερος, Sp. εὐδαιμονικώτατος.
Étymologie: εὐδαίμων.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονικός:
1 делающий счастливым, ведущий к счастью, дающий счастье Plat., Arst., Plut., Diog. L.;
2 счастливый, блаженный Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμονικός: -ή, -όν, τείνων ἢ ἄγων εἰς εὐδαιμονίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 3. Ρητ. 1. 19, 31· τὰ εὐδ., τὰ ἀπαρτίζοντα τὴν εὐδαιμονίαν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34· τελετὴ καλή τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεχόμενος εὐδαιμονίαν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1134, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 16· οἱ εὐδαιμονικοί, φιλόσοφοι θεωροῦντες ὡς ἄκρον ἀγαθὸν τὴν εὐδαιμονίαν, Διογ. Λ. 1. 17, Κλέαρχ. παρ᾿ Ἀθην. 548Α: ― Ἐπίρρ., -κῶς πράττειν, διάγειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 856, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εὐδαιμονικός, -ή, -όν) ευδαίμων
1. αυτός που τείνει ή οδηγεί στην ευδαιμονία («ἐνέργεια εὐδαιμονικωτάτη», Αριστοτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που επιζητεί την ευδαιμονία του
3. το αρσ. ως ουσ. οι ευδαιμονικοί
οι οπαδοί του φιλοσοφικού δόγματος του ευδαιμονισμού, οι οποίοι θεωρούν ως το μεγαλύτερο αγαθό την ευδαιμονία.
Greek Monotonic
εὐδαιμονικός: -ή, -όν, αυτός που συντελεί, συμβάλλει στην ευτυχία, σε Πλάτ.· τὰ εὐδ., τα συστατικά στοιχεία της ευτυχίας, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐδαιμονικός, ή, όν
conducive to happiness, Plat.; τὰ εὐδ. the constituents thereof, Xen. [from εὐδαίμων