εὐδρομέω

English (LSJ)

to be fleet of foot, Men. 681, Plu.Phil.18: metaph., go off well, Philostr.Im.1.30; to be successful, S.E.M.10.36.

German (Pape)

[Seite 1063] gut, schnell laufen, Plut. Philop. 18 u. a. Sp.; ὁ λόγος, Men. Stob. fl. app. 3, 24; ἡ κατάληψις, S. Emp. adv. phys. 2, 36.

French (Bailly abrégé)

εὐδρομῶ :
courir vite.
Étymologie: εὖ, δρόμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδρομέω: τρέχω καλῶς, εἶμαι ταχύς, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 467, Πλουτ. Φιλοπ. 18: μεταφ., εὐτυχῶ, εὐημερῶ, Φιλόστρ. 807· εὐδρόμι (δηλ. εὐδρόμει) ἐπὶ τύμβου, Συλλ. Ἐπιγρ. 6760.

Russian (Dvoretsky)

εὐδρομέω:
1 быстро бегать (ἀθλητὴς εὐδρομῶν Plut.);
2 перен. двигаться, развиваться (κατὰ τὴν τοιαύτην νόησιν Sext.): ὁ λόγος σου κατ᾽ ὀρθὸν εὐδρομεῖ Men. речь твоя льется плавно.