σου
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
French (Bailly abrégé)
gén. enclitique de σύ.
Greek Monolingual
(I)
Ν
β' πρόσ. του αδύνατου τύπου της κτητικής αντωνυμίας («τα μάτια σου είναι ωραία»).
(II)
το, Ν
άκλ. είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chou (a la creme) «μικρό γλύκισμα γεμιστό με κρέμα» (< chou «λάχανο» < λατ. caulis «κράμβη»)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σου gen. sing. encl. van σύ.