εὐηπελία

English (LSJ)

ἡ, prosperity, Call.Cer.136, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, das Wohlbefinden, das Glück, Call. Cer. 136.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηπελία: ἡ, «εὐθηνία, εὐεξία» Ἡσύχ., Καλλίμ. εἰς Δήμ. 136, ἔνθα ἴδε Bentl.

Greek Monolingual

εὐηπελία, ἡ (Α)
ευτυχία, ευημερία.