εὐθαλπής
English (LSJ)
εὐθαλπές, warming well, genial, θέρος Q.S.4.441.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, sehr wärmend, sehr warm; θέρος Qu. Sm. 4, 441; a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθαλπής: -ές, καλῶς θάλπων, θερμαίνων, θερμός, Κόϊντ. Σμ. 4. 441.
Greek Monolingual
εὐθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλπής (< θάλπω)].