εὐθηνιαρχία

English (LSJ)

ἡ, office of commissioner of provisions, CPHerm.7i6 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐθηνιαρχία, ἡ (Α) ευθηνιάρχης
το αξίωμα του ευθηνιάρχου.