διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
εὐθηνιάρχης και εὐθηνίαρχος, ὁ (Α)ο επόπτης του επισιτισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνία + -άρχης].