εὐθυμητέον

English (LSJ)

one must be cheerful, X.Ap.27.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθῡμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ εὐθυμῶ, δεῖ εὐθυμεῖν, Ξεν. Ἀπολ. 27,

Greek Monotonic

εὐθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προκαλεί καλή διάθεση, σε Ξεν.