εὐθυντός

English (LSJ)

εὐθυντή, εὐθυντόν, capable of being straightened, Arist.Mete.385b27.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντός: выпрямленный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυντός: -ή, -όν, ὁ καταστὰς εὐθύς, ἴσος, ἀντίθ. τῷ καμπτός, Μετεωρ. 4. 9, 5.

Greek Monolingual

εὐθυντός, -ή, -όν (Α) ευθύνω
αυτός που έγινε ευθύς, που ίσιωσε.