εὐθύθριξ

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with straight hair, Arist. GA 782b34, Poll. 2.22.

German (Pape)

[Seite 1070] -τριχος, geradhaarig, mit schlichtem Haare, εὐθύτριχας im Gegensatz von οὐλόθριξ Arist. gen. anim. 5, 3; Poll. 2, 22.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύθριξ: τρῐχος adj. с прямыми волосами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύθριξ: ὁ, ἡ, ἔχων εὐθείας τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 13, κἑξ.

Greek Monolingual

εὐθύθριξ, ὁ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θριξ].