εὐκάρπεια

English (LSJ)

ἡ, = εὐκαρπία, in dat. -είᾳ (-ίᾳ codd.), E.Tr.217 (lyr.); cf. παγκάρπεια.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, = εὐκαρπία, em. des Metrums wegen, Eur. Tr. 217.

Greek Monolingual

εὐκάρπεια, ἡ (Α) ευκαρπώ
η ευκαρπία.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάρπεια:изобилие плодов, плодородие Eur.