плодородие
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Russian > Greek
γονιμότης, τὸ γόνιμον, γενναιότης, ἀρετή, εὐκάρπεια, καρποφορία, πολυφορία, καρπογονία, πιμελή