εὐκράτως: ᾱ, Ἐπίρρ. τοῦ εὔκρατος, συγκεκερασμένως, μετρίως, Γαλην.· εὐκράτως ἔχω, εἶμαι χλιαρός, Ἀρτεμίδ. 1. 64.