εὐμίσητος

English (LSJ)

[ι], ον, well-hated, in Sup., X.Cyr.3.1.9, Longin.Rh. p.198 H.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait détestable;
Sp. εὐμισητότατος.
Étymologie: εὖ, μισέω.

German (Pape)

[ῑ], sehr zu hassen, verhaßt, im superlat. Xen. Cyr. 3.1.9.

Russian (Dvoretsky)

εὐμίσητος: (ῑ) глубоко ненавистный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμίσητος: ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.

Greek Monotonic

εὐμίσητος: [ῑ], -ον, αξιομίσητος, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-μῑ́σητος, ον
exposed to hatred, Xen.