εὐπάραος

English (LSJ)

(so, without iota, codd.), ον, Dor. for εὐπάρειος, Pi.P. 12.16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάρᾰος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ῃος, -εὐπάρειος, Πινδ. Π. 12. 28.

Greek Monolingual

εὐπάραος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. εὐπάρειος.

Greek Monotonic

εὐπάρᾱος: -ον, Δωρ. αντί εὐπάρειος (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

εὐ-πάρᾱος, ον [doric for εὐπάρειος παρειά
with beauteous cheeks, Pind.