εὐπαράπειστος
English (LSJ)
εὐπαράπειστον, easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράπειστος: легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
Greek Monolingual
εὐπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-πείθω «πείθω, εξαπατώ»].
Greek Monotonic
εὐπαράπειστος: -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.