εὐποιέω

English (LSJ)

freq.written in codd. for εὖ ποιέω, as Hp.Loc.Hom.46, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποιέω: εὐποιητέος, ἐσφαλμένοι τύποι ἀντὶ τῶν εὖ ποιέω, εὖ ποιητέος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 260 - 263 § 96.

German (Pape)

richtiger getrennt εὖ ποιέω geschr.