εὐρυφαρέτρας

English (LSJ)

Doric for εὐρυφαρέτρης.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au large carquois.
Étymologie: εὐρύς, φαρέτρα.

English (Slater)

εὐρῠφᾰρέτρας with broad quiver epith of Apollo. εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26) τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.111) εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον fr. 148.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠφᾰρέτρᾱς: и εὐρυφάρετρος, ου adj. m с широким колчаном (Ἀπόλλων Pind.).