εὐτραπελεύομαι

English (LSJ)

to be witty, be ready to make a witty remark, Plb.12.16.14, D.S.38/9.7; cj. Dind. for εὐτραπεζευόμενοι, Eust.1053.18.

German (Pape)

sich im Reden artig oder witzig zeigen, Pol. 12.16.14; vgl. DS. exc. 615.60.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελεύομαι: мило шутить, быть очаровательно остроумным Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελεύομαι: ἀποθ., εἶμαι εὐτράπελος, ἀστεῖος, εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, ἀστεΐζομαι, εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59· οὕτως ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.

Greek Monolingual

εὐτραπελεύομαι (Α)
ευτράπελος
είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ.