adv.de manière à supporter facilement : εὐφόρως ἔχειν πρός τι PLUT être en état de supporter facilement qch.Étymologie: εὔφορος.
εὐφόρως: легко, без труда (τλῆναι Soph.; ἔχειν πρὸς τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας Plut.).