εὔφορος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφορος Medium diacritics: εὔφορος Low diacritics: εύφορος Capitals: ΕΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eúphoros Transliteration B: euphoros Transliteration C: eyforos Beta Code: eu)/foros

English (LSJ)

εὔφορον, (φέρω)
A well borne or patiently borne, πόνοι Pi.N.10.24.
2 easy to bear or easy to wear, manageable, light, ὅπλα X.Cyr.2.3.14 (Sup.); δόρυ Id.Eq.7.8 (Sup.); ἔκπωμα Critias Fr.34 D. (Sup.); σφενδόνη Luc. Dom.7; ductile, of clay, Ph.1.418 (Sup.); of wines, εὐφορώτατοι κεφαλῇ καὶ πέψεσιν Ruf. ap. Orib.6.38.15.
3 easily borne, spreading rapidly, of diseases, Luc.Abd.27; of persons, εὔφορος πρὸς ἡδονὰς λόγων Longin.44.1.
II of the body, active, vigorous, healthy, Phoc.3.4; εὔ. ἔχειν τὸ σῶμα Arist.HA575a33; but, capable of graceful movement, in dancing, εὐφορώτερον τὸ σῶμα ἕξειν X.Smp.2.16.
2 able to endure, patient: in Adv. εὐφόρως, τλῆναι S.Ph.872; ὀχεῖν Democr.173: Comp. εὐφορώτερον, φέρειν Hp.Fract.18: Sup. εὐφορώτατα, φέρειν Aph.1.13; τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας εὐφορώτατα ἔχειν Plu.2.651c.
3 of animals and plants, productive, fertile, Arist.HA538a1, Thphr.CP1.17.10; χώρα Ph.2.297 (Sup.); ἀγρός Plu.2.59a: c. gen., ὀπωρας Hdn.1.6.1; πυρετῶν Gal.7.334: metaph., εὔφορος γνῶσις Phld.Hom.p.62 O.(dub.); πόλις εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν = rich in manly virtue, D.H.Rh.3.3.
4 easily able to do, c. inf., Aret.SD1.2.
5 Adv. εὐφόρως = easily, εὐφόρως καὶ μετὰ ῥαστώνης ἐνεργεῖν Ph.2.283; ἐς τὸ πάθος ἐκφερόμενος App.BC2.146 (Sup.); εὐφόρως ἔχειν τῆς γλώττης = to have a ready tongue, Philostr. VS1.25.5; εὐφόρως ἔχειν = to feel well, Gal.11.28: with no Verb expressed, κοιλίαι τοῖσι πλείστοισι πάνυ εὐφόρως Hp.Epid.1.3, cf. Gal. 17(1).209: Comp. εὐφορωτέρως, περιγίνεσθαι Hp.Art.69.—An irreg. Comp. εὐφορέστερος in Aret. CA1.4.

German (Pape)

[Seite 1106] 1) leicht zu tragen, πόνοι Pind. N. 10, 24; τὰ ὅπλα ὡς ἂν εὐφορώτατα εἴη Xen. Cyr. 2, 3, 14; Folgde, wie Arr. An. 6, 29, 9 πύελον εὔογκον καὶ ταύτῃ εὔφορον. – 2) leicht tragend; vom Körper, gewandt, Xen. Conv. 2, 16; vom Winde, gut dahintragend, leicht bewegend, Hell. 6, 2, 27; vom Lande, viel hervorbringend, fruchtbar, ergiebig, τὸν ἀγρὸν εὔφορον ποιεῖν καὶ εὔκαρπον Plut. de ad. et amic. discr. 23; a. Sp., auch φυτά, Arist. H. A. 4, 11; aber 6, 21 ein Körper, der sich gut hält, gesund; εὔφορος εἰς πυροῦ γεωργίαν, für den Weizenbau, Schol. Ar. Equ. 262; πόλι ς εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν, reich an Männertugend, D. Hal. rhet. 3, 3; νοσήματα, die sich leicht verbreiten, Luc. abd. 27; auch πρὸς ἡδονάς, geneigt dazu, Longin. 44, 1. – Ein unregelmäßiger compar. εὐφορέστερος findet sich bei Aret. – Adv., εὐφόρως ἔχειν πρὸς τὰ κρύη, gut ertragen können, Plut. Symp. 3, 4, 2; anders τῆς γλώσσης εὐφόρως εἶχε, er hatte eine geläufige Zunge, Philostr. V. Soph. 23, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 facile à porter, à supporter;
2 qui se répand facilement, qui se propage (maladie);
II. 1 qui porte ou pousse (un navire), favorable, propice (vent);
2 qui supporte facilement ; fort, dispos, vigoureux, bien constitué;
3 qui produit de bons fruits ou beaucoup de fruits, fertile;
Cp. εὐφορώτερος, Sp. εὐφορώτατος.
Étymologie: εὖ, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

εὔφορος:
1 удобный для ношения, легкий (ὅπλα, δόρυ Xen.; σφενδόνη Luc.);
2 быстро переносящийся, быстро распространяющийся (νοσήματα Luc.);
3 хорошо движущий, попутный (πνεῦμα Xen.);
4 легко выносимый (πόνοι Pind.);
5 здоровый, крепкий (σῶμα Xen., Arst.);
6 плодовитый, плодоносный (φυτά Arst.; ἀγρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔφορος: -ον, (φέρω) ὅν φέρει τις μεθ’ ὑπομονῆς, ἔσχεν… εὐφόρων λάθαν πόνων Πινδ. Ν. 10. 45. 2) εὐκόλως φερόμενος ἢ φορούμενος, εὐμεταχείριστος, ἐλαφρός, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 2· 3, 14· δόρυ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7, 8· περὶ τῷ δακτύλῳ σφενδόνη εὔφορος Λουκ. περὶ Οἴκου 7. 3) εὐκόλως φερόμενος, ταχέως ἐξαπλούμενος, ἐπὶ νοσημάτων, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27· - ἐπὶ προσπωπων, ἐπιρρεπής, εὔφ. πρὸς ἡδονὰς Λογγῖνος 44. 1. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ φέρων τινὰ καλῶς· ἐπὶ ἀνέμου, εὐνοϊκός, οὔριος, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 27. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐνεργητικός, δραστήριος, εὔρωστος, ὑγιής, Φωκυλ. 3, Ξεν. Συμπ. 2, 16· ἔνιοι τῶν βοῶν ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη, ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ σῶμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 4. 2) ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ, νὰ ὑπομείνῃ, ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐφόρως τλῆναι Σοφ. Φιλ. 572· εὐφορώτατα φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1242, πρβλ. π. Ἀγμ. 764· ευφόρως ἔχειν πρός τι Πλούτ. 2. 651C. 4) ἐπὶ ζῴων ἢ δένδρων, ὡς καὶ νῦν, παραγωγικός, καρποφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 3, π. Φυτ. 1. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 10· μετὰ γεν., ὀπώρας Ἡρῳδιαν. 1. 6· πόλις εὔφ. πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν, πλουσία εἰς ἀνδρείαν, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 3.3. 5) ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι εὐκόλως, μετ’ ἀπαρ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2: - Ἐπίρ., εὐκόλως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 146· εὐφόρως ἔχειν τῆς γλώττης, ἔχει γλῶσσαν ἕτοιμον, Φιλόστρ. 536· εὐφόρως ἔχω, αἰσθάνομαι καλλίτερα, Γαλην. - Ἀνώμαλ. Συγκρ., εὐφορέστερος ἐν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 4.

English (Slater)

εὔφορος bravely borne Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων (v.l. εὐφρόνων: τῶν εὐφραντικῶν Σ.) (N. 10.24)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφορος, -ον)
παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῖν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός
2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων», Πίνδ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται ή μεταφέρεται εύκολα, ο ελαφρός, ο ευκολομεταχείριστος («εὐφορώτατα ὅπλα», Λουκιαν.)
2. (για πηλό) εύπλαστος, μαλακός
3. (για κρασί) αυτός που πίνεται εύκολα)
4. (για αρρώστια) αυτός που εξαπλώνεται, που μεταδίδεται εύκολα
5. (για πρόσ.) επιρρεπής σε κάτι
6. (για σώμα) ενεργητικός, δραστήριος, εύρωστοςἔνιοι δὲ ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἔτι πλείω, ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ σῶμα», Αριστοτ.)
7. ο ικανός να κάνει χαριτωμένες κινήσεις («χρὴ ὀρχεῖσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ σώμα ἕξειν», Ξεν.)
8. ο πλούσιος, αυτός που αφθονεί σε κάτιπόλις εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν», Διον. Αλ.)
9. ο ικανός να κάνει κάτι εύκολα.
επίρρ...
εὐφόρως (Α)
1. με υπομονή, καρτερικά («εὐφορώτερον φέρειν», Ιπποκρ.)
2. εύκολα («εὐφόρως καὶ μετὰ ῥᾳστώνης ἐνεργεῖν», Φίλ.)
3. φρ. «εὐφόρως (ἔχω)» — αισθάνομαι καλύτερα, είμαι σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φορος (< φέρω), πρβλ. παράφορος, φαρετρήφορος].

Greek Monotonic

εὔφορος: -ον (φέρω),·
I. 1. αυτός που υποφέρεται με υπομονή, σε Πίνδ.
2. εύκολος στο να κρατηθεί ή να φορεθεί, ελαφρύς, ευκολομεταχείριστος, ψιλός, ὅπλα, σε Ξεν.
3. αυτός που εξαπλώνεται γρήγορα, λέγεται για ασθένειες, σε Λουκ.
II. 1. Ενεργ., αυτός που υποφέρεται με ευχαρίστηση, λέγεται για το αεράκι, ευνοϊκός, ούριος, σε Ξεν.
2. λέγεται για το σώμα, ενεργητικός, ζωντανός, ρωμαλέος, δραστήριος, υγιής, στον ίδ.
3. ικανός να αντέξει, υπομονετικός, καρτερικός· επίρρ. εὐφόρως, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔ-φορος, ον φέρω
I. well or patiently borne, Pind.
2. easy to bear or wear, manageable, light, ὅπλα Xen.
3. spreading rapidly, of diseases, Luc.
II. act. bearing well; of a breeze, favourable, Xen.
2. of the body, active, vigorous, Xen.
3. able to endure, patient; adv., εὐφόρως Soph.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό εὖ + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὔφορος: εὐφορία, εὐφορέω -ῶ, εὐφόρως.

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний

fertile

Arabic: خَصِب‎; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت‎; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز‎; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز‎; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר‎; Zazaki: mexel, xesad